Η κοινωνία, ως πολύτιμη συνύπαρξη με κανόνες και αρμονία, προέκυψε από την αναγκαιότητα εξυπηρέτησης κοινών σκοπών, οι οποίοι θα ήταν πρακτικά αδύνατον να επιτευχθούν αν ο άνθρωπος ενεργούσε ως μια αποκομμένη μονάδα από τους συνανθρώπους του.
Η συνύπαρξη εξοβέλισε τον πρωτογονισμό και τα ανεξέλεγκτα πάθη, δημιούργησε θεσμούς και καθιέρωσε την ορθή σκέψη ως το κυρίαρχο χαρακτηριστικό με το οποίο η ίδια η κοινωνία απέκτησε την αυτοσυνείδησή της. Είναι δε, προαπαιτούμενο για την σωστή λειτουργικότητα κάθε κοινωνίας να υπάρχει απόλυτος σεβασμός απέναντι σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από το ποιος είναι αυτός και το τι πρεσβεύει, ειδάλλως θα είχαμε να κάνουμε απλώς με την επιβολή των ενστίκτων του ισχυρού στον ανίσχυρο, στον ανυπεράσπιστο και στον ενδεή.
Η καλοσύνη, η ευπρέπεια και ο σεβασμός δεν μεταβιβάζονται νομοτελειακά από γενιά σε γενιά κι από άνθρωπο σε άνθρωπο, πρέπει να μεσολαβήσει η παιδεία, από την οικογένεια και την πολιτεία, για να γίνουν αυτά τα ήθη και αυτές οι αρχές διδάγματα, παραδείγματα και καθημερινή πρακτική. Οι τραγικές και καταδικαστέες
καταστάσεις όμως, τις οποίες αθέλητά του βίωσε το μόλις δώδεκα χρονών αβοήθητο κορίτσι στα εγκληματικά χέρια των παιδεραστών, φανερώνουν τη σοβαρή έλλειψη στην παιδεία αλλά και την πολιτειακή ανεπάρκεια εν γένει. Το πολιτικό σύστημα εδώ και χρόνια δεν είναι ανυποψίαστο γι’ αυτού του είδους τα ζητήματα και γι’ αυτό φέρει βαριά την ευθύνη απέναντι και σ’ αυτό το κορίτσι αλλά και σε όλα τα παιδιά που, ατιμώρητα πολλές φορές, θυματοποιούνται εξαιτίας της πολιτικής αδράνειας. Γι’ αυτού του είδους άλλωστε τις σοβαρότατες κοινωνικές εκτροπές δεν χωρούν πολιτικά ασύμπτωτες τοποθετήσεις και ανούσιοι μονόλογοι. Δεν υπάρχουν, ή δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, ιδεολογικές διαφοροποιήσεις για τα θέματα αυτά αφού η προτεραιότητα είναι μία: Η προστασία της παιδικής ηλικίας από τους ανήθικους εμπόρους της ηδονής.
Η αμεριμνησία μπορεί να αποβεί μοιραία και καταστροφική. Οι περιπτώσεις της εκμετάλλευσης της γενετήσιας ελευθερίας παιδιών πριν πάρουν το δρόμο της δικαιοσύνης, έχει επανειλημμένως αποδειχτεί πως υφίστανται ως βουβές κοινωνικές υποθέσεις που όλοι ήξεραν αλλά κανείς δεν μίλαγε. Έτσι, η πολύχρονη κακοποίηση υπό την ανοχή και την αδιαφορία της κοινωνίας, άνοιγε δυσίατες, αν όχι ανίατες, πληγές στα παιδικά κορμιά αλλά κυρίως στις παιδικές ψυχές των θυμάτων. Ο πόνος που προκαλείται άλλωστε δεν είναι ούτε απροσδιόριστος ούτε χωρίς επιπτώσεις για τα κακοποιημένα παιδιά ούτε βεβαίως χάνεται όταν σβήνουν τα φώτα της δημοσιότητας και ξεχνιούνται οι εγκληματίες που φορούν το ‘στοργικό’ τους προσωπείο προκειμένου να ξεγελάσουν και να εκμεταλλευτούν τις αθώες παιδικές ψυχές. Η βιωματική εμπειρία της ύπαρξης καθορίζεται ανεξίτηλα σε κάθε άνθρωπο από το πώς μεγάλωσε και πόσο εκτιμήθηκε ως ατομική προσωπικότητα από τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωσή του.
Είναι λοιπόν επείγουσα ανάγκη να προβληματιστεί η ελληνική κοινωνία για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ολοένα και διευρυνόμενο, απ’ ό,τι φαίνεται, ζήτημα της εκμετάλλευσης ανηλίκων για την ικανοποίηση των πρωτόγονων, μιαρών και διαστροφικών εμμονών ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι μάλιστα πολλές φορές αποτελούν εξέχουσες και προβεβλημένες κοινωνικές προσωπικότητες.
Τα παιδιά μας είναι η σοβαρότερη υπόθεση που εμείς οι ενήλικες διαχειριζόμαστε και υποθέσεις όπως αυτή του δωδεκάχρονου κοριτσιού πρέπει να αντιμετωπίζονται παραδειγματικά και χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Όχι επειδή είναι ποινικά κολάσιμο και το επιτάσσει ο νόμος ή το κοινό περί δικαίου αίσθημα αλλά επειδή δε χωρά απολύτως κανένας συμβιβασμός με τη συνείδησή μας ως Άνθρωποι.
Νίκος Πάπουτσας
Δικηγόρος
Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Λαμιέων